Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι περιπτώσεις οικογενούς καρκίνου μαστού προκαλούνται μεταξύ άλλων από μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 σε ποσοστό 5%-25%. Οι διαγνώσεις αυτές αφορούν καρκίνους που δεν είναι σποραδικοί και που εμφανίζονται εντός μιας οικογένειας, έχουν δηλαδή κληρονομικό υπόβαθρο. (Skol et al. 2016).
Μια γυναίκα με μετάλλαξη BRCA1 έχει 65-95% κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής της. Συνολικά, περισσότεροι από το 90% των κληρονομικών καρκίνων του μαστού και των ωοθηκών οφείλονται σε μετάλλαξη BRCA1 ή BRCA2, σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα (Paluch-Shimon et al. 2016).
Σε ποιες περιπτώσεις θα πρέπει να υποβληθώ σε γονιδιακό έλεγχο για BRCA1 ή BRCA2;
Μια γυναίκα θα πρέπει να παραπεμφθεί από το γιατρό της για γονιδιακό έλεγχο BRCA1 και BRCA2 με βάση το οικογενειακό της ιστορικό αλλά και το διεθνές πρωτόκολλο. Είναι συχνό φαινόμενο στο στενό οικογενειακό περιβάλλον να υπάρχουν διαγνώσεις καρκίνου μαστού που ωστόσο να μην οφείλονται σε μεταλλάξεις στα γονίδια του BRCA. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ένας γενετικός έλεγχος μπορεί αφενός να έχει οικονομικό κόστος, αφετέρου τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού να μην αναδείξουν κάποια παθογόνο μετάλλαξη.
Μια γυναίκα θα πρέπει να προχωρήσει σε γονιδιακό έλεγχο, εάν πληροί κάποια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
- Να έχει τουλάχιστον δύο συγγενείς πρώτου βαθμού (μητέρα, κόρη ή αδελφή), οι οποίες να έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο του μαστού, ενώ η μία εκ των δύο θα πρέπει να έχει διαγνωσθεί σε ηλικία 50 ετών ή και νεότερη
- Να έχει τουλάχιστον τρεις συγγενείς πρώτου ή δευτέρου βαθμού (γιαγιά ή θεία), οι οποίες να έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο του μαστού, ανεξάρτητα από την ηλικία στην οποία έγινε η συγκεκριμένη διάγνωση
- Να υπάρχει στο οικογενειακό περιβάλλον (α’ ή β’ βαθμού συγγένεια) διάγνωση με καρκίνο μαστού και καρκίνο ωοθηκών
- Να υπάρχουν τουλάχιστον δύο συγγενείς (α’ ή β’ βαθμού συγγένεια) οι οποίες να έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο ωοθηκών, ανεξαρτήτου ηλικίας.
- Να έχει μία συγγενή (α’ ή β’ βαθμού συγγένεια) με καρκίνο μαστού και μία συγγενή με καρκίνο ωοθηκών
- Να έχει μία συγγενή (α’ ή β’ βαθμού συγγένεια) που διαγνώσθηκε με καρκίνο μαστού πριν τα 36 της
- Να υπάρχει πρώτου βαθμού συγγένεια με ασθενή που έχει διαγνωστεί με αμφοτερόπλευρο καρκίνο μαστού, δηλαδή με καρκίνο και στους δύο μαστούς
- Να υπάρχει διάγνωση καρκίνου του μαστού σε άντρα συγγενή (α’ ή β’ βαθμού συγγένεια)
Ποιος μπορεί να βοηθήσει τον εξεταζόμενο να κατανοήσει το αποτέλεσμα του γονιδιακού ελέγχου;
Η εκτίμηση ενός γονιδιακού ελέγχου μπορεί να γίνει από εξειδικευμένο γενετικό σύμβουλο, από ογκολόγο – παθολόγο ή από βιολόγο με εμπειρία σε γενετικά καρκινικά σύνδρομα. Η εκτίμηση του αποτελέσματος του γονιδιακού ελέγχου είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία, η οποία απαιτεί εμπειρία. Σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται και η προτροπή προς ψυχολογική υποστήριξη του εξεταζόμενου, καθώς οι ψυχολογικές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από τη βαρύτητα του αποτελέσματος αυτής της εξέτασης μπορεί να είναι δύσκολες στη διαχείριση.
Τι σημαίνει ένα αρνητικό αποτέλεσμα;
Στην περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, θα πρέπει να ληφθεί σημαντικά υπόψη η πιθανότητα το αποτέλεσμα να είναι ψευδώς αρνητικό, κάτι που μπορεί να συμβεί στο 8%-10% των περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η εξεταζόμενη θα πρέπει να προχωρήσει σε εξατομικευμένη συνεδρία γενετικής συμβουλευτικής, όπου και θα αναλυθεί το οικογενειακό της ιστορικό.
Για παράδειγμα, αν υπάρχει φορέας μετάλλαξης BRCA1/2 στην οικογένεια, όμως το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για την εξεταζόμενη, τότε συμπεραίνουμε ότι η εξεταζόμενη δεν έχει κάποια κληρονομική προδιάθεση, έχοντας τις ίδιες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου στο μέλλον με το γενικό πληθυσμό.
Επίσης, η κληρονομική προδιάθεση δεν μπορεί να αποκλεισθεί επί αρνητικού αποτελέσματος BRCA και επί απουσίας μετάλλαξης στο στενό οικογενειακό περιβάλλον. Η προδιάθεση αυτή είναι πιθανό να μη συνδέεται με τα γονίδια BRCA1 και BRCA2, αλλά να συνδέεται με μεταλλάξεις άλλων γονιδίων που δεν έχουν ακόμα ταυτοποιηθεί σύμφωνα με τα τωρινά επιστημονικά δεδομένα, τα οποία εμπλουτίζονται διαρκώς. Σε αυτή την περίπτωση, προτείνεται η επανάληψη του γονιδιακού ελέγχου μετά από 5 χρόνια.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα αν φέρω μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1/2;
Ένα θετικό αποτέλεσμα, συνεπάγεται ότι η εξεταζόμενη έχει κληρονομήσει μια μετάλλαξη στα γονίδια BRCA 1 ή BRCA 2 και άρα έχει αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξει κάποια στιγμή στο μέλλον συγκεκριμένες μορφές καρκίνου. Είναι όμως σημαντικό να αναφερθεί ότι ένα θετικό αποτέλεσμα, μας παρέχει μόνο την πληροφορία αυξημένης πιθανότητας, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι η εξεταζόμενη θα αναπτύξει με βεβαιότητα καρκίνο ή πότε. Επομένως, ακόμα και οι γυναίκες που έχουν βρεθεί θετικές σε γονιδιακή μετάλλαξη BRCA1/2 δεν είναι βέβαιο ότι θα αναπτύξουν καρκίνο μαστού ή καρκίνο ωοθηκών.
Εάν η υποβληθείσα σε γονιδιακό έλεγχο διαπιστωθεί ότι φέρει μετάλλαξη σε ένα ή και στα δύο από αυτά τα γονίδια, το επόμενο βήμα θα είναι να προχωρήσει σε γενετική συμβουλευτική, κατά την οποία θα συζητηθούν προληπτικά μέτρα για μείωση του κινδύνου εμφάνισης γυναικολογικού καρκίνου ή καρκίνου μαστού, όπως για παράδειγμα μια προληπτική διπλή μαστεκτομή και/ή σαλπιγγεκτομή – ωοθηκεκτομή.
Αν φέρω μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1/2, αλλά δεν θέλω να προχωρήσω σε χειρουργική επέμβαση;
Η θεραπευτική προσέγγιση και η στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου μαστού ή ωοθηκών σε φορείς γονιδιακών μεταλλάξεων BRCA1 και BRCA2, αποτελεί ένα δύσκολο θεραπευτικό δίλημμα και θα πρέπει να εξατομικεύεται.
Οι γυναίκες που διαπιστώθηκε ότι φέρουν μετάλλαξη BRCA και δεν επιλέγουν χειρουργική επέμβαση μείωσης του κινδύνου, προτείνεται να υποβάλλονται σε κλινική εξέταση κάθε 6-12 μήνες από την ηλικία των 25 ετών (ή 10 ετη πριν από τη νεότερη διάγνωση καρκίνου του μαστού στην οικογένεια, αν είναι νωρίτερα). Επιπλέον, προτείνεται μαγνητική τομογραφία (MRI) κάθε 12 μήνες και μαστογραφία κάθε 12 μήνες από την ηλικία των 30 ετών.