Ο καρκίνος του προστάτη, ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος στους άνδρες μετά τον καρκίνο του πνεύμονα, αναπτύσσεται στον προστατικό αδένα του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος, που βρίσκεται κάτω από την κύστη και μπροστά από το ορθό.
Ο σχεδιασμός της θεραπείας του καρκίνου του προστάτη σε αρκετές περιπτώσεις πραγματοποιείται από μία διεπιστημονική συνεδρίαση επαγγελματιών υγείας που ονομάζεται ογκολογικό συμβούλιο. Η επιλογή της θεραπείας του καρκίνου του προστάτη εξαρτάται από την σταδιοποίηση του όγκου, την ηλικία και το προσδόκιμο ζωης του ασθενούς. Στις περιπτώσεις που η σταδιοποίηση επιτρέπει τη χειρουργική αντιμετώπιση, αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη ριζική προστατεκτομή ή τη διουρηθρική προστατεκτομή.
Ριζική Προστατεκτομή: Αφαιρείται ολόκληρος ο προστάτης αδένας και η μέθοδος αυτή προτείνεται στην περίπτωση που ο καρκίνος δεν έχει επεκταθεί πέραν των ορίων του του εν λόγω αδενα. Εκτός από το ανοιχτό χειρουργείο, η προστατεκτομή μπορεί να γίνει και λαπαροσκοπικά, μια τεχνική η οποία έχει παρόμοια αποτελέσματα με το ανοιχτό χειρουργείο, αυξάνοντας συγχρόνως την πιθανότητα ανάκτησης της σεξουαλικής δραστηριότητας. Πλέον, με τη βοήθεια της ρομποτικής αυτή η τεχνική παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη στην ποιότητα ζωής του ασθενούς μετεγχειρητικά, ωστόσο μπορεί να έχει υψηλό κόστος καθώς απαιτεί μακροχρόνια εξειδίκευση και κατάρτιση από τη χειρουργική ομάδα.
Διουρηθρική Προστατεκτομή: Αφαιρείται μέρος του προστάτη αδένα που περιβάλλει την ουρήθρα και προτείνεται στην περίπτωση που ο ασθενής δεν μπορεί ή δεν θέλει να υποβληθεί σε ριζική προστατεκτομή. Ο ασθενής έτσι ανακουφίζεται από τα αποφρακτικά φαινόμενα που μπορεί να προκαλέσει ο προστατικός καρκίνος, ωστόσο δεν αποτελεί ριζική θεραπεία της νόσου.
Πώς η Ριζική Προστατεκτομή επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή;
I. Τραυματισμός των νεύρων
Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να βλάψει τα νεύρα που περιβάλλουν τον προστάτη, τα οποία διεγείρονται στη στύση. Η προστασία αυτών των νεύρων εξαρτάται και από την χειρουργική ικανότητα του ιατρού, αλλά πρωτίστως από τα ανατομικά χαρακτηριστικά του όγκου του ασθενούς. Σε αρκετές περιπτώσεις όπου ο όγκος δεν αναπτύσσεται κοντά στα νεύρα, είναι εφικτή η νευροπροστατευτική ριζική προστατεκτομή (nerve sparing surgery), μια επέμβαση που προσδοκά όχι μόνο στην ανατομική διατήρηση των νεύρων της στύσης, αλλά και στον ελάχιστο τραυματισμό τους. Απώτερος σκοπός της είναι η διατήρηση της στυτικής λειτουργίας μετά το χειρουργείο, ωστόσο δεν πληρούν όλοι οι ασθενείς τα κριτήρια για αυτό το είδος της επέμβασης. Η φυσιολογική στυτική λειτουργία σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να επανέλθει πλήρως, συνήθως σε διάστημα 3 μηνών έως 3 ετών μετά την επέμβαση. Επιπροσθέτως, ορισμένοι άνδρες για να επιτύχουν επαρκή στύση ενδέχεται να χρειαστούν υποστηρικτική αγωγή.
ΙΙ. Προβλήματα εκσπερμάτωσης
Με τη ριζική προστατεκτομή, αφαιρούνται ο αδένας του προστάτη και οι 2 σπερματοδόχοι αδένες. Επομένως, μετά την επέμβαση ο ασθενής θα βιώνει τον “ξηρό οργασμό”, θα έχει δηλαδή αναλλοίωτη την αίσθηση του οργασμού, χωρίς όμως την παραγωγή και εξώθηση σπέρματος.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί η νευροπροστατευτική ριζική προστατεκτομή; Είναι επαρκής η τεχνική αυτή για πλήρη διατήρηση της στυτικής λειτουργίας;
Η διαδικασία της προστασίας των νεύρων της στύσης περιλαμβάνει την ακέραιη αποκόλληση και απομάκρυνση τους από την επιφάνεια του προστάτη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο καρκίνος ξεπερνώντας τα όρια της επιφάνειας του προστάτη, προσκολλάται στα νεύρα που είναι υπεύθυνα για τη στύση. Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες, η προσπάθεια διατήρησης των νεύρων μπορεί να οδηγήσει σε υφολική (μερική) εξαίρεση του όγκου.
Για το λόγο αυτό, η νευροπροστατευτική προστατεκτομή πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιπτώσεις όπου η νόσος είναι περιορισμένη, όπως παραδείγματος χάριν όταν όγκος είναι μικρός και περιορίζεται στη μια πλευρά του προστάτη, καθιστώντας εφικτή τη διατήρηση των νεύρων στην άλλη. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να γνωρίζουν ότι η νευροπροστατευτική προστατεκτομή από μόνη της δεν είναι αρκετή για τη διατήρηση της στυτικής λειτουργίας, καθώς αυτή εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως:
- Τη στυτική λειτουργία του άνδρα πριν το χειρουργείο.
- Την ηλικία του ασθενούς.
- Τη συνολική κατάσταση της υγείας του ασθενούς: Η επιβάρυνση με άλλα νοσήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία των αγγείων, όπως παραδείγματος χάριν η στεφανιαία νόσος, καθιστούν την αποκατάσταση δυσκολότερη και πιο μακροχρόνια.
- Την ορθή τήρηση του πρωτοκόλλου αποκατάστασης.
Πώς η Ακτινοθεραπεία επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή;
Η ακτινοθεραπεία καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα καθιστώντας τα λιγότερο ικανά να επισκευάσουν βλάβες στο DNA τους σε σχέση με τα φυσιολογικά, οδηγώντας τα σε απόπτωση. Η ακτινοθεραπεία μπορεί να είναι εξωτερική ή να εφαρμοστεί με τη μέθοδο της βραχυθεραπείας, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του όγκου του ασθενούς. Όπως και η ριζική προστατεκτομή, έτσι και η ακτινοβολία, μπορεί να βλάψει τα νεύρα της στύσης, οδηγώντας σε στυτική δυσλειτουργία. Αν και η αποκατάσταση είναι πιο γρήγορη και ανώδυνη σε σχέση με το ανοικτό χειρουργείο, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να επηρεαστεί από παράγοντες όπως: η ηλικία, συναπτά νοσήματα κ.ά
Συνήθως, μετά την ακτινοθεραπεία επηρεάζονται τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα του σπέρματος. Αν και η τεκνοποίηση μπορεί να είναι εφικτή, οι διάφορες θεραπείες (ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία κ.α) μπορεί να αλλοιώσουν το γονιδιακό υλικό του σπέρματος με αποτέλεσμα αυτό να επηρεάσει αρνητικά το έμβρυο ή να οδηγήσει σε αποβολές ή επιπλεγμένες κυήσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να χρησιμοποιείται αντισύλληψη για το διάστημα που αυτές διαρκούν.
Πώς η Ορμονοθεραπεία επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή;
Ο στόχος της ορμονοθεραπείας είναι η μείωση των επιπέδων των ανδρογόνων στο αίμα και κατ΄επέκταση, της τεστοστερόνης. Η ορμονοθεραπεία μπορεί να επιτευχθεί είτε χειρουργικά με αφαίρεση των δύο όρχεων (αμφοτερόπλευρη ορχεκτομή), είτε μη-χειρουργικά με χορήγηση LHRH ανάλογων. Όταν γίνεται χειρουργικά, αφαιρούνται τα όργανα που παράγουν τεστοστερόνη, οι όρχεις. Μη-χειρουργικά, η χορήγηση αναλόγων LHRH εμποδίζει την απελευθέρωση μιας ορμόνης στον εγκέφαλο, που λέγεται Leutinizing Hormone (ωχρινοτρόπος ορμόνη), η οποία είναι υπεύθυνη για την παραγωγή τεστοστερόνης στους όρχεις.
Αν και η ορμονοθεραπεία έχει σημαντικά οφέλη στην πρόγνωση του ασθενούς, μπορεί να επιφέρει διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως απώλεια σεξουαλικής όρεξης (libido), μικρότερη διάρκεια στύσης, εξάψεις, αίσθημα κόπωσης και γυναικομαστία.
Στις περιπτώσεις που η ορμονοθεραπεία ενδέχεται να επιδεινώσει την ποιότητα ζωής του ασθενούς, ο ογκολόγος μπορεί να επιλέξει τη χρήση διαλείπουσας ορμονοθεραπείας, δηλαδή τη λήψη ορμονοθεραπείας για κάποιους μήνες και επανεκκίνηση πάλι αργότερα ή αν τα επίπεδα του PSA αρχίσουν να αυξάνονται εκ νέου. Ορισμένες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι αυτή η τακτική μπορεί να οδηγήσει σε πιο υγιή σεξουαλική ζωή για τον ασθενή, ωστόσο θα πρέπει να συνοδεύεται από τακτική παρακολούθηση καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος επανεμφάνισης της νόσου. Τέλος, σε περίπτωση που η διαλείπουσα ορμονοθεραπεία δεν αποτελεί επιλογή, σε συνεννόηση με τον επιβλέποντα Ιατρό, ο ασθενής μπορεί να λάβει θεραπεία για τη στυτική δυσλειτουργία η οποία θα συμβάλλει παράλληλα και στην αντιμετώπιση της πτώσης της σεξουαλικής επιθυμίας.
Τι είδους θεραπείες υπάρχουν για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας μετά τη ριζική προστατεκτομή;
Είτε ο ασθενής είναι σεξουαλικά ενεργός είτε όχι, είναι σημαντικό να μην αμεληθεί η μετεγχειρητική του αποκατάσταση. Το πρωτόκολλο αποκατάστασης της λειτουργίας του πέους αποσκοπεί στην διατήρηση της αιμάτωσης του πέους και στην αποφυγή δημιουργίας ίνωσης και ουλών, που θα προκύψουν σε περίπτωση παρατεταμένης ανενεργής σεξουαλικής δραστηριότητας. Επομένως, είναι σημαντικό η αποκατάσταση να ξεκινήσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Το πλάνο αποκατάστασης της στυτικής δυσλειτουργίας μπορεί να περιλαμβάνει φαρμακευτικές λύσεις όπως αναστολείς PDE-5 , ενδοουρηθρικά υπόθετα και ενδοπεϊκές ενέσεις ή μη φαρμακευτικές, όπως συσκευές κενού και εμφυτεύματα πέους (προθέσεις). Η πιο συχνή θεραπεία είναι οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης, μια αγωγή που δεν προκαλεί στύση, αλλά λειτουργεί υποβοηθώντας την στύση όταν υπάρχει και το αντίστοιχο ερέθισμα. Όταν περάσει κάποιο χρονικό διάστημα και οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης δεν έχουν επιφέρει τα κατάλληλα αποτελέσματα, τότε μπορούν να χορηγηθούν ενδοπεϊκές ενέσεις, ενώ η χειρουργική τοποθέτηση εμφυτευμάτων αποτελεί την ύστατη λύση.